ιατροσοφία

ιατροσοφία
ἰατροσοφία, ἡ (Μ)
η επιστήμη τής ιατρικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”